- βιογραφικός
- -ή, -όο αναφερόμενος στη βιογραφία: Οι υποψήφιοι για τη θέση στην εταιρεία πρέπει να υποβάλουν στη διεύθυνση ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.